Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «δεν εκβιάζεται, δεν φοβάται, προχωράει με την κρίση του και την άποψή του»: την εμφατική αυτή απάντηση έδωσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης όταν ρωτήθηκε -από το ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά FM»- για το τι ο πρωθυπουργός έχει να συνυπολογίσει στις αποφάσεις του για τα εθνικά θέματα. Εκφράζοντας, συγχρόνως, την πεποίθησή του ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας είναι απόλυτα συμπαγής στα ζητήματα που άπτονται των σχέσεων με την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Ξεκινώντας από το θέμα των διερευνητικών με τη γείτονα, ο υπουργός Επικρατείας είπε πως «είμαστε ικανοποιημένοι εκ του γεγονότος ότι βρισκόμαστε στο ίδιο τραπέζι και συζητούμε με την Τουρκία (…) Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν διαρκείς δίαυλοι επικοινωνίας ώστε να αποσυμπιέζεται η οποιαδήποτε ένταση. Πολλώ δε, μάλλον, που η συγκυρία είναι κατ’ εξοχήν ευνοϊκή για τη χώρα», τόνισε ο υπουργός επικαλούμενος την πολυσχιδή διπλωματία, αλλά και την ισχυρή επιχειρησιακή θέση της χώρας.
Διευκρινιστικά δε, για το τι συζητήθηκε κατά το χθεσινό γύρο διερευνητικών, «όταν γίνεται η επανάληψη μιας διαδικασίας μετά από πέντε χρόνια, διαδικαστικά ζητήματα τίθενται στην αρχή (…) δεν υπάρχουν ουσιαστικά θέματα που συζητούνται. Αυτά, ελπίζουμε, θα έλθουν στις επόμενες συναντήσεις», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως το «κατ’ αρχήν θετικό κλίμα και εκ μέρους της Τουρκίας». Η παρουσία, εξάλλου, του διπλωματικού συμβούλου του Τούρκου Προέδρου στις διερευνητικές σηματοδοτούσε αφενός τη σημασία που αποδίδει η τουρκική Προεδρία, αφετέρου ίσως θέλει να έχει το δικό του «μάτι» σε αυτές. «Έχουμε συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μπορούμε να πάμε καλύτερα, εμείς στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου θα το επιδιώξουμε», κατέληξε ο Γ. Γεραπετρίτης ως προς το συγκεκριμένο θέμα.
Στο ερώτημα αν επίκειται συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, απάντησε πως «είναι πρόωρο να συζητάμε για συζήτηση στο ανώτατο επίπεδο, βεβαίως είναι αυτονόητο ότι οι ηγέτες θα πρέπει να συνομιλούν μεταξύ τους», κάτι που, πρόσθεσε, είναι προς την ωφέλεια των λαών, αλλά ακόμη δεν υπάρχουν ώριμες συνθήκες.
Ερωτηθείς δε, πότε θα διεξαχθεί ο επόμενος γύρος των διερευνητικών, είπε ότι πρέπει να δούμε και το καλεντάρι των δύο διπλωματικών αποστολών, είναι κάτι που θα οργανωθεί από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.
Στο κεφάλαιο του Δικαστηρίου της Χάγης, σημείωσε πως «για να φτάσουμε μέχρι τη διεθνή δικαιοδοσία θα πρέπει να έχουν υπάρξει πολλά και μεγάλα βήματα», με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Δίκαιο της Θάλασσας και άρα «ξεκινάμε από ένα αρνητικό σημείο αφετηρίας».
Προσφεύγοντας, εξάλλου, σε διεθνή δικαιοδοσία, «γνωρίζεις ότι υπάρχει η πιθανότητα να υπάρξουν κάποιες παραχωρήσεις». Όμως, «η Ελλάδα θεωρεί ότι έχει το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της. Υπάρχει νομολογία για τις θαλάσσιες ζώνες και αυτήν επικαλείται η χώρα μας».
Στη συνέχεια ο υπουργός και νομικός παρατήρησε ότι «το δικαστήριο κρίνει επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου και με κάποιες δικαιοπολιτικές αναφορές, ποτέ δεν γνωρίζεις τι θα πει το δικαστήριο. Όποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα, νομίζω ότι βρίσκεται εκτός πραγματικότητας και είναι αιθεροβάμων», σημειώνοντας στην επόμενη φράση του ότι «εκείνο στο οποίο αναφέρθηκε ο πρώην πρωθυπουργός (σσ ο Αντώνης Σαμαράς) είναι ότι, φθάνοντας σε ένα διεθνές δικαστήριο, είναι πιθανό ορισμένες από τις θέσεις τις οποίες προβάλλει η Τουρκία, να γίνουν αποδεκτές».
Στο σημείο αυτό ο υπουργός Επικρατείας διατύπωσε τη θέση ότι το «να πηγαίνουμε στη λογική ότι αποκλείουμε a priori την προσφυγή στη διεθνή δικαιοδοσία φοβούμενοι ενδεχομένως το αποτέλεσμα, είναι μια στάση ενδεχομένως κάπως εφεκτική, με την έννοια ότι μας αποκλείει από ένα δρόμο δικαίου. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι έχουμε το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος μας, άρα είναι μια εγγενής αντίφαση».
Ενώ, αμέσως μετά, διευκρίνισε ότι είναι άλλο το ζήτημα της κυριαρχίας που αφορά τα χωρικά ύδατα κι άλλο των κυριαρχικών δικαιωμάτων για τις θαλάσσιες ζώνες, που είναι ζήτημα διμερούς συμφωνίας. Η Ελλάδα διατηρεί απολύτως το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, και θα το πράξει όταν το κρίνει σκόπιμο, επανέλαβε την πάγια ελληνική θέση.
Στη συνέχεια της συνέντευξης τόνισε επίσης ότι «ο κ. Σαμαράς δεν είναι ένας απλός βουλευτής, είναι μια εμβληματική προσωπικότητα του χώρου της Νέας Δημοκρατίας, πρώην πρωθυπουργός. Και βεβαίως έχει την απόλυτη ελευθερία να θέτει τα ζητήματα κατά την κρίση του, και είναι γνωστές οι θέσεις του στα εθνικά ζητήματα». Πάντως, «υπάρχει μια πολύ συμπαγής, απόλυτη ομοθυμία στα ζητήματα αυτά, στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και προσβλέπω ότι θα αποτυπωθεί όταν χρειαστεί».
Στο θέμα των εφαρμοστικών νόμων για τις σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία δήλωσε ότι σήμερα η ελληνική κυβέρνηση, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν μπορεί να αποκλίνει από τη συμφωνία αυτή. «Δεν μπορεί, όχι γιατί δεν έχει την πολιτική διάθεση να το πράξει, αλλά γιατί είναι συνταγματική απαγόρευση». Με άλλα λόγια, «η Ελλάδα, σεβόμενη τις διεθνείς υποχρεώσεις, θα κυρώσει τις συμφωνίες και θα προχωρήσουμε μπροστά (…) η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα-παρίας του Διεθνούς Δικαίου, είμαστε απόλυτα συνεπείς στις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουμε».
Και προχώρησε διατυπώνοντας τη «βαθύτατη», όπως είπε, πεποίθησή του ότι «δεν θα υπάρξουν αποκλίσεις στην Κοινοβουλευτική Ομάδα (σσ του κυβερνώντος κόμματος) σε σχέση με το ζήτημα αυτό».
Και πάλι για τις απόψεις του πρώην πρωθυπουργού, «έχει κάθε ιστορικό δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του αυτή ο κ. Σαμαράς. Οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί δεν είναι απλοί βουλευτές, έχουν ένα ιδιαίτερο ιστορικό βάρος στο πολίτευμα, έχουν την ελευθερία της γνώμης και της ψήφου τους. Δεν αισθάνομαι ότι θα αποτελέσει το οποιοδήποτε πρόβλημα το να εκφρασθεί η άποψη αυτή», κατέληξε.
Ερωτηθείς αν ο Κ. Μητσοτάκης φοβάται διαφοροποιήσεις, όπως υποστηρίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και δη ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ο Γ. Γεραπετρίτης ήταν απόλυτος: «Όποιος αναφέρει ότι ο πρωθυπουργός φοβάται, απλά δεν γνωρίζει τον πρωθυπουργό. Είναι στα όρια της αστειότητας το να αναφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ σε εσωκομματικά προβλήματα», πρόσθεσε και επεσήμανε:
«Όταν κάποιος δεν φοβάται, δεν εκβιάζεται κιόλας. Όταν μιλούμε για το σημερινό πρωθυπουργό, δεν είναι η συνήθης πολιτική φυσιογνωμία. Είναι μια ισχυρή προσωπικότητα, ο οποίος στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται, δεν θα προσμετρήσει οποιαδήποτε θυσία, δεν θα συνυπολογίσει το κόστος, δεν θα υποχωρήσει ακόμη κι αν αυτό δεν αρέσει στον πολύ κόσμο. Δεν εκβιάζεται, δεν φοβάται, προχωράει με την κρίση του και την άποψή του».
Κλείνοντας με το θέμα της πανδημίας, ο υπουργός Επικρατείας δεν έκρυψε την ανησυχία του για τις πολλές μεταλλάξεις του κορονοϊού. Διερωτήθηκε δε, τι θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε κεντρική συμφωνία της ΕΕ με τις φαρμακευτικές εταιρείες; Μεμονωμένες, κρατικές συμφωνίες προφανώς θα ήταν υπέρ των ισχυρότερων χωρών, απάντησε.
Το πότε θα φθάσουμε στο 70% του εμβολιασμού δεν εξαρτάται από εμάς, είπε και υπεραμύνθηκε της στρατηγικής επιλογής της ελληνικής κυβέρνησης να μην διαθέτει αμέσως όλα τα διαθέσιμα εμβόλια, διασφαλίζοντας έτσι ότι όποιος κάνει την πρώτη θα κάνει και τη δεύτερη δόση.
Δεν διαφαίνεται τη στιγμή αυτή τρίτο lockdown, ανέφερε κλείνοντας, με την προσθήκη ότι με συγκεκριμένη, αυστηρή διαδικασία ανοίγουμε με σύνεση και προσοχή, και αν χρειαστεί -πράγμα που απευχήθηκε- θα πάμε σε επιπλέον περιοριστικά μέτρα τοπικού χαρακτήρα.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ