Τα τρία κύρια χαρακτηριστικά του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2023 που κατατέθηκε στην Βουλή από τον Υπουργό Οικονομικών, Χ. Σταϊκούρα, είναι τα μέτρα στήριξης, η δημοσιονομική σύνεση και η οικονομική σταθερότητα. Βεβαίως, η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, είναι ο βασικός στόχος, που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία την περίοδο που διανύουμε, με τις αβεβαιότητες στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον να μεγαλώνουν. Αυτό τονίζει σε δήλωσή του αναφορικά με το προσχέδιο προϋπολογισμού ο Πρόεδρος του ΕΒΕΠ & ΠΕΣΑ, Βασίλης Κορκίδης. Και προσθέτει:
“Η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και σύνεσης είναι δύο εκ των στοιχείων που ενυπάρχουν στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2023. Δύο στοιχεία με ιδιαίτερη βαρύτητα για τη διαμόρφωση του οικονομικού κλίματος, σε μία ιδιαιτέρως δύσκολη συγκυρία, τα οποία θα προσδώσουν νέα δυναμική στην ελληνική οικονομία και θα διατηρήσουν το αναγκαίο περιβάλλον για προσέλκυση επενδύσεων. Η πρόβλεψη για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, έστω και οριακού, όπως επίσης και η συνέχιση της ανάπτυξης στον ψηφιακό και ενεργειακό τομέα, κόντρα στο δυσμενές κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην Ευρώπη, αποτελούν δυνατά στοιχεία αισιοδοξίας.
Παράλληλα, το προσχέδιο του προϋπολογισμού επιβεβαιώνει όλα εκείνα που ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό στη Δ.Ε.Θ., με το συνολικό ύψος των παρεμβάσεων για το 2023 να διαμορφώνεται σε 3,2 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, η εξαίρεση του τέλους επιτηδεύματος, η αύξηση συντάξεων και μισθών, καθώς και η επέκταση του μειωμένου ΦΠΑ. Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στο προσχέδιο είναι πως θα διαμορφωθεί εφέτος σε μέσα επίπεδα στο 9%, πιο υψηλά από τις αρχικές προβλέψεις, ενώ για το 2023 η πρόβλεψη είναι αρκετά αισιόδοξη και αναφέρει ότι θα αποκλιμακωθεί στο 3% σε μέσα επίπεδα.
Ο πληθωρισμός, που είναι απότοκο της διεθνούς ενεργειακής κρίσης, και όχι μόνο, επηρεάζει την καθημερινότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δημιουργώντας «κρίση κόστους ζωής», αλλά και «ακριβού χρήματος» από την απότομη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, ως μέσον για τη συγκράτησή του. Δεν πρέπει, βεβαίως, ο προϋπολογισμός να παραβλέψει ότι, «ελέω ακρίβειας», το 17% του ελληνικού πληθυσμού είναι αντιμέτωπο με την φτώχεια, ούτε ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών στις αγροτικές περιοχές έφτασε τα 1.105 ευρώ και στις αστικές περιοχές τα 1.515 ευρώ, που υπερβαίνουν το μέσο εισόδημα.
Η μάχη της ελληνικής οικονομίας πρέπει να κερδηθεί σε όλα τα επίπεδα, γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια εκτροχιασμού της δημοσιονομικής σταθερότητας και, μάλιστα, κάτω από την πίεση προεκλογικών τακτικών και υποσχέσεων. Η κυβέρνηση οφείλει, «πάση θυσία», να αποφύγει δημοσιονομικούς κινδύνους και να μην επιτρέψει την επιστροφή της χώρας σε μία περίοδο, ανάλογη εκείνης των μνημονίων, την οποία η ελληνική κοινωνία «τείνει» να ξεχάσει ως μια «μαύρη σελίδα» της εθνικής οικονομίας.
Η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,1% και πρωτογενές πλεόνασμα 0,7%, το 2023, είναι μια «δύσκολη άσκηση», που απαιτεί αποκλιμάκωση του «υβριδικού πολέμου», καθώς και «εμπιστοσύνη διαρκείας» των διεθνών αγορών στην ελληνική οικονομία, πριν και μετά τις εθνικές εκλογές. Η ελληνική οικονομία φαίνεται, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, να διαθέτει τα καύσιμα για να «πατήσει γκάζι», ώστε να πλησιάσει και να ξεπεράσει πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες μεταξύ των χωρών της ΕΕ των 27″.