Πρόσφατες δημοσιεύσεις στον επιστημονικό τύπο αναφέρουν βελτίωση της ποιότητας ζωής στους ασθενείς που υποβάλλονται σε ολική θυρεοειδεκτομή, ανεξαρτήτως του λόγου που τους οδηγεί στο χειρουργείο. Ο φόβος της χειρουργικής επέμβασης κατά την προεγχειρητική περίοδο, οι ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ασθένεια, που αποτελούν παράγοντες που βλάπτουν τη φυσική, ψυχική και κοινωνική ευεξία, υποχωρούν. Η απουσία επιπλοκών και η επάνοδος στην καθημερινότητα αλλάζει την ψυχολογία τους και επιτρέπει στους ασθενείς να απολαύσουν μια ζωή απαλλαγμένη από την αμφιβολία και το άγχος για την εξέλιξη της νόσου.
«Οι παθήσεις του θυρεοειδούς που αφορούν το μορφολογικό σχήμα του αδένα είναι ένα συχνό πρόβλημα, που αρχικά αναστατώνει τους ασθενείς. Εκτιμάται ότι ο επιπολασμός των οζιδίων που μπορούν να ψηλαφηθούν είναι 3-7% στον γενικό πληθυσμό. Γενικά, ο κίνδυνος κακοήθειας στα οζίδια του θυρεοειδούς είναι 5%. Η διάγνωση καλοήθους παθήσεως, όπως η πολυοζώδης βρογχοκήλη και, ακόμη χειρότερα, κακοήθειας, όπως το θηλώδες ή το θυλακιώδες καρκίνωμα, δημιουργούν φόβο στους ασθενείς για την πορεία της υγείας τους και για το μέλλον. Αυτή η κακή ψυχολογία αποτελεί μια επιπλέον επιβάρυνση στα συμπτώματα που βιώνουν, η οποία επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις τους με την οικογένεια και το οικείο περιβάλλον τους», σημειώνει ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Δημήτρης Λινός. «Ωστόσο, πάνω από το 90% των ασθενών με καλά διαφοροποιημένους καρκίνους του θυρεοειδούς έχουν προσδόκιμο ζωής άνω των 20 ετών, εφόσον αντιμετωπιστούν σωστά και εγκαίρως. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών μετά τη θεραπεία, η οποία είναι συνήθως χειρουργική», συμπληρώνει.
Οι μελέτες
Οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για να διερευνήσουν πώς επηρεάζεται η ποιότητα ζωής των ασθενών έχουν διαπιστώσει ότι αυτή βελτιώνεται μετά από ολική θυρεοειδεκτομή.
Μια από αυτές πραγματοποιήθηκε σε 101 ασθενείς, ηλικίας 18-70 ετών, στο Τμήμα Γενικής Χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.
Σύμφωνα με τα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν οι συμμετέχοντες, οι ενοχλήσεις που βίωναν πριν από την εγχείρηση περιλάμβαναν πρήξιμο στο λαιμό (15,8%), βραχνάδα (4%), δύσπνοια (4%) και νευρικότητα (2%). Το 70,2% των ασθενών υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για καλοήθη πάθηση και το 29,8% για καρκίνο του θυρεοειδούς. Στη μετεγχειρητική ιστοπαθολογική εξέταση, ανιχνεύθηκε κακοήθεια στο 57,4% των ασθενών, ενώ στους υπόλοιπους η πάθηση ήταν καλοήθης. Η προεγχειρητική ψυχοκοινωνική αξιολόγηση έδειξε ότι το 47,5% των ασθενών είχαν επαρκείς πληροφορίες για την ασθένειά τους. Το 56,4% απέδωσαν την ασθένειά τους σε ψυχολογικούς λόγους (θλίψη, αγωνία, στρες, ψυχολογικές καταστάσεις, ιδιοσυγκρασία, αρνητική σκέψη). Το 20,8% είχαν ιστορικό ψυχιατρικής νόσου και το 14,9% ζήτησαν ψυχολογική υποστήριξη για να αντιμετωπίσουν την ασθένεια.
Τα ευρήματα της μελέτης
Τα ευρήματα έδειξαν ότι η ποιότητα ζωής των ασθενών είχε βελτιωθεί αισθητά στη δεύτερη αξιολόγηση της μετεγχειρητικής περιόδου (4-6 μήνες μετά την εγχείρηση), σε σύγκριση με την προεγχειρητική και την πρώτη μετεγχειρητική αξιολόγηση (εντός του πρώτου μήνα μετά την εγχείρηση). Ο αριθμός των ασθενών που είχαν θετικές σχέσεις με τις/τους συζύγους και τα παιδιά τους αυξήθηκε σημαντικά κατά τη μετεγχειρητική περίοδο, συγκριτικά με την προεγχειρητική περίοδο. Η εικόνα του σώματος των ασθενών και οι κοινωνικές σχέσεις επηρεάστηκαν θετικά και η σεξουαλική τους ζωή βελτιώθηκε.
Η επέμβαση MINET
Σύμφωνα με τον κ. Λινό, είναι φυσιολογικό οι περισσότεροι ασθενείς να φοβούνται ακόμα και την ίδια την εγχείρηση. Τη βλέπουν ως μια διαδικασία που θα τους ταλαιπωρήσει. Αυτό, όμως, συμβαίνει γιατί δεν έχουν καθαρή εικόνα για τις σύγχρονες τεχνικές αφαίρεσης του αδένα.
«Η ελάχιστα επεμβατική θυρεοειδεκτομή ΜΙΝΕΤ (minimally invasive non-endoscopic surgery), που πρώτος εφάρμοσα και καθιέρωσα διεθνώς, προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα συγκριτικά με άλλες τεχνικές. Η τομή μέσω της οποίας πραγματοποιείται η επέμβαση, γίνεται ψηλότερα από ότι στο παρελθόν και το μέγεθός της είναι πολύ μικρό. Γι’ αυτό και το σημάδι που αφήνει είναι δυσδιάκριτο. Ο ασθενής βγαίνει από το νοσοκομείο την επόμενη ημέρα και ο πόνος που νιώθει είναι ελάχιστος», μας εξηγεί.
«Μετά την επιστροφή στο σπίτι, ο ασθενής μπορεί να συνεχίσει αμέσως την κανονική του ρουτίνα, αποφεύγοντας τις έντονες ή επίπονες δραστηριότητες, για 10-14 ημέρες. Η διατροφή του είναι όπως και πριν. Η παρουσία οιδήματος γύρω από την ουλή είναι φυσιολογική και θα αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά. Μέσα σε λίγες μέρες ο ασθενής είναι σε θέση να οδηγήσει και να γυμναστεί. Η πιθανότητα μετεγχειρητικών επιπλοκών όπως διαταραχή στη φωνή, εμφάνιση μουδιάσματος από χαμηλά επίπεδα ασβεστίου, υπάρχει αλλά είναι πολύ μικρή όταν η επέμβαση πραγματοποιείται από έμπειρους χειρουργούς ενδοκρινών αδένων», διευκρινίζει ο πρώην Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων κ. Δημήτρης Λινός.
Μετά τη θυρεοειδεκτομή οι ασθενείς παίρνουν φάρμακο αντικατάστασης των θυρεοειδικών ορμονών (θυροξίνη) για το υπόλοιπο της ζωής τους. «Το φάρμακο αυτό έχει δύο καλά. Πρώτον, είναι αυτή καθ’ αυτή η ορμόνη που αναγνωρίζει ο οργανισμός, η θυροξίνη, απλώς παρασκευασμένη τεχνητά. Το δεύτερο καλό είναι ότι έχει «χρόνο υποδιπλασιασμού» δύο εβδομάδες, που σημαίνει ότι και να ξεχάσει να πάρει ο ασθενής το χάπι αυτό για 1 ή 2 ημέρες, δεν χάθηκε ο κόσμος» συμπληρώνει ο Καθηγητής Δημήτρης Λινός.
Ρ. Μελά